- μονοφωνία
- ητραγούδι που ερμηνεύεται από ένα μόνο άτομο χωρίς συνοδεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονοφωνία — η (Μ μονοφωνία) [μονόφωνος] νεοελλ. μουσ. 1. μουσική πλοκή που αναπτύσσεται από μία μόνο μελωδική γραμμή 2. τρόπος εγγραφής και μετάδοσης ήχων ή μουσικής που περιορίζεται στην αναπαραγωγή τού ηχητικού σήματος χωρίς τη διάσταση τής διαφορετικής… … Dictionary of Greek
μονοφωνικός — ή, ό 1. αυτός που εκτελείται μόνο από μία φωνή, που ανήκει ή αναφέρεται στη μονοφωνία 2. φρ. α) «μονοφωνικό σύστημα» σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιεί μόνο έναν δίαυλο, σε αντιδιαστολή προς το στερεοφωνικό, που χρησιμοποιεί… … Dictionary of Greek
ομοφωνία — Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία… … Dictionary of Greek
μονοφωνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μονοφωνία: Μονοφωνικός ήχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)